δολόφρων

δολόφρων
δολόφρων (-ονος), -ον (Α)
δολερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δολόφρων — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόφρον — δολόφρων masc/fem voc sg δολόφρων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόφρονα — δολόφρων neut nom/voc/acc pl δολόφρων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοφρόνων — δολόφρων gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολοφρόνως — δολόφρων adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόφρονες — δολόφρων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόφρονι — δολόφρων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”